Παρίσι...
Φτάσαμε στο αεροδρόμιο Charles de Gaulle 'Etoile. Η πτήση ήταν καλύτερη από το αναμενόμενο. Η θερμοκρασία 30 βαθμοί ακριβώς. Στη στάση villiers βρισκόταν το ξενοδοχείο. Η πρώτη στάση μας μετά το ξενοδοχείο ήταν η Αψίδα του θριάμβου. Ανεβαίνοντας τα 284 σκαλιά της μπορούσες να θαυμάσεις την ανυπέρβλητη θέα του Παρισιού. Το μουσείο μικρό αλλά πολύ ενδιαφέρον, κυρίως σε οπτικοακουστικό υλικό. Φεύγοντας από εκεί δεν είναι απαραίτητο να ψάξεις να βρεις το επόμενο μουσείο. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις για να γνωρίσεις το Παρίσι είναι να το περπατήσεις. Να φτάσεις από την αψίδα στην απέναντι οδό, την Champs Elysees και να περάσεις το υπέροχο πάρκο κατα μήκος της οδού. Να μυρίσεις τους φούρνους της Γαλλίας με τα υπέροχα ψωμάκια, να γευτείς τα σοκολατάκια απο μία ξεχωριστή σοκολατερί , να καθίσεις για φαγητό στο ristorante culture biere και έχοντας πάρει δυνάμεις να αντικρύσεις τον πύργο του Άιφελ. Μόνο τότε θα καταλάβεις γιατί εκατομμύρια τουριστών συρρέουν για να βγάλουν μια φωτογραφία κοντά του ή γιατί περιμένουν τουλάχιστον 5 ώρες χωρίς υπερβολή στην ουρά για να ανέβουν και να δουν την θέα. Περνώντας από την πιο chic οδό του Παρισιού είναι αδύνατο να μην θελήσεις να μπεις στον οίκο της Louis Vuitton όχι τόσο για θέμα αγοράς αν δεν το αντέχει το πορτοφόλι σου αλλά για να νιώσεις την πολυτέλεια και τον αντι-σνομπισμό του οίκου που έρχεται σε αντίθεση με αυτό που πολλοί πιστεύουν για τους ακριβούς οίκους καθώς στην Ελλάδα τους καταντούν γυφτο-rustique. Απέναντι από τον πύργο του Άιφελ θα αντικρύσεις μία απέραντη έκταση από γκαζόν και γλυπτά ανάμεσα τα οποία είναι τουλάχιστον μεγαλοπρεπή. Καθώς έχεις κουραστεί θα βρεις σίγουρα σε κάποιο κεντρικό σημείο ποδήλατα που νοικιάζονται, το προτιμάμε φυσικά από την επιστροφή με μετρό. Το μετρό, βλέπεις, των Γάλλων είναι κάτι σαν τον σταθμό Ομόνοια της Ελλάδας, για να μην πω ότι ακόμα κι εκείνος ο σταθμός μας είναι καλύτερος. Δεν υπάρχει λογική στις κυλιόμενες σκάλες καθώς όπου επιβάλλεται να υπάρχουν είναι ανύπαρκτες κι όπου είναι άχρηστες τις βρίσκεις μπροστά σου. Θα συναντήσεις πολλούς να τραγουδούν μέσα στο μετρό και δεν κοιτούν όλοι να σε κλέψουν. Έχουν μαζί τους το καροτσάκι με το cd player και ένα μικρόφωνο, το πρόγραμμα είναι ζωντανό. Το βράδυ μία επίσκεψη κοντά στο πύργο που φτάνει τα 320 μέτρα ύψος θα σε πείσει για τον ρομαντισμό της πόλης. Αν το χαζεύεις αρκετή ώρα κάποια στιγμή χιλιάδες λαμπιόνια θα αρχίσουν να αναβοσβήνουν κάνοντας το θέαμα πιο μαγευτικό. Δεύτερη μέρα θα επισκεφθείς το μουσείο του Λούβρου που φιλοξενεί τουλάχιστον 320.000 εκθέματα αν δεν κάνω λάθος. Ξεκίνησε μόλις με 12 πίνακες στην κατοχή του αλλά σήμερα είναι τόσο μεγάλο που όπως έλεγαν αν μείνεις ένα λεπτό στο κάθε έκθεμα θα σου πάρει 4 μήνες για να ολοκληρώσεις την επίσκεψη σου στο μουσείο. Δεν απαντάμε λοιπόν σε όσους ρωτούν μετά α, είδες αυτό; Πώς ήταν; Για μένα κάθε έκθεμα είχε την δική του αξία, την προσωπική του αξία βέβαια και όχι συνολικά αφού τα περισσότερα εκθέματα ήταν κλεμμένα. Όχι, δεν είναι καθόλου βαριά κουβέντα ειδικά όταν αντικρύζεις την Αφροδίτη της μήλου που βρέθηκε στη Μήλο το 1820 και στο υπόμνημα βλέπεις μόνο γαλλικά. Σε αυτό το μουσείο υποχρεώνεσαι να αγοράσεις ακουστικά αλλά τι τους κάνει να πιστεύουν ότι θα προλάβεις έτσι να δεις έστω και 100 εκθέματα; Σπάνια έβλεπες και λίγα αγγλικά σε κάποιους τοίχους και αυτά γενικολογούσαν. Ήμουν τυχερή στους πίνακες καθώς τους είχα πρόσφατα διαβασμένους. Εκεί βρίσκεται πραγματικά η χαρά του να έχεις διαβάσει πέντε πράγματα για αυτούς και σε όποια μερια κι αν γυρίσεις να κοιτάξεις να βλέπεις πίνακες τους. Μπορώ να σας πω ότι έμεινα μόλις 30 δευτερόλεπτα στη Μόνα Λίζα και αυτά για να την φωτογραφίσω. Είναι απίστευτο το πόσο μακριά την είχαν τοποθετήσει ενώ το τζάμι δε σου επέτρεπε έτσι κι αλλιώς να διακρίνεις το κιαροσκούρο (αντίθεση φωτός με σκιά) ή το περίφημο σφουμάτο με τις απαλές εναλλαγές των χρωμάτων. Ενθύμιο της νικηφόρας ναυμαχίας στη Ρόδο, η νίκη της Σαμοθράκης που ανήκει στην ελληνιστική τέχνη. Ο περισσότερος κόσμος είχε κολλήσει σε αυτήν, την Μόνα Λίζα και την Αφροδίτη της Μήλου. Ευτυχώς γιατί μπόρεσα να θαυμάσω με την ησυχία μου την κυρία της Auxerre, τον μυστικό δείπνο του Veronese, τον κοιμώμενο ερμαφρόδιτο, που δε θυμάμαι αν ήταν ιδέα μου αλλά ένιωθα λες κι έπεφτε ήλιος πάνω στο κορμί του, τα αριστουργήματα του Vermeer, την σχεδία της Μέδουσας και άλλα τόσα εκθέματα. Η είσοδος ήταν ελεύθερη για άτομα ηλικίας 18-25 της Ευρωπαϊκής ένωσης. Δε σε ανακουφίζει τόσο οικονομικά όσο ψυχολογικά όταν βλέπεις πόσα ελληνικά υπήρχαν εκεί μέσα. Αν προσπαθήσει κάποιος να περιγράψει το ταξίδι του με την σειρά δεν θα του φτάσουν σίγουρα ούτε 1000 εικόνες ούτε 1.000.000 λέξεις. Το μουσείο Ορσέ λοιπόν το επισκέφθηκα προτελευταία μέρα. Χρονολογικά είχε έργα που κάλυπταν ένα αρκετά ευρύ φάσμα καλλιτεχνικών ρευμάτων από το 1848 ως το 1914. Κόντα στο μουσείο υπήρχε boutique της Annick Goutal που μία επίσκεψη αξίζει ώστε να συνδυάσετε τα τοπία γύρω με τις νότες λουλουδιών. Πάλι κοντά υπήρχε μαγαζί με σουβενίρ που πουλούσε τσάντες με τον μικρό πρίγκιπα, ίσως το μοναδικό που βρήκα και είχε επιτέλους κάτι με τον πρίγκιπά μας.Notre Dame, Παναγία των Παρισίων. Χρόνος αναμονής: 2 ώρες και 35 λεπτά. Θέα: απλά καταπληκτική. Τα σκαλιά βέβαια κουράζουν αλλά το γοτθικού ρυθμού αρχιτεκτονικό αριστούργημα σε αποζημιώνει ανά πάσα στιγμή. Δεν ξέχασα να επισκεφθώ το στρατιωτικό μουσείο Invalides ούτε φυσικά την Disneyland στην οποία δεν κουράστηκα στιγμή να περιμένω για να μπω στα παιχνίδια της. Το καλύτερο είναι να ξεκινάς πρωί με το Rer και να μένεις ως αργά το βράδυ για να δεις της παρέλαση. Το space mountain, το καράβι των πειρατών της Καραϊβικής και το τρενάκι του Ιντιάνα Τζόουνς δεν τα χορταίνεις όσες φορές και να μπεις. Η βαρκάδα αλά Σηκουάνα είναι must όχι μόνο για να δεις όλα σχεδόν τα αξιοθέατα και για να ακούσεις τι είναι το καθένα επιτέλους στα αγγλικά αλλά και για ξεκουραστείς από τον ποδαρόδρομο.
Η πιο ευτυχισμένη μου όμως στιγμή ήταν στην Μονμάρτη. Την πρώτη φορά ήταν απόγευμα,ανέβηκα ως την Σάκρε κερ και είδα την μεγαλοπρέπεια του ναού από κοντά. Είδα και τον Τσιμιτσέλη, δε ξέρω αν μετράει :) Την δεύτερη φορά όμως ήταν λες και όλα ήταν οργανωμένα. Ο δρόμος της Μονμάρτης το βράδυ μπορεί να γίνει όσο μαγικός θέλεις. Περπατώντας και συναντώντας την οδό Cauchois ένιωσα την μεγαλύτερη συγκίνηση, ήταν ακόμα μεγαλύτερη από αυτή της Disneyland όσο παράλογο κι αν ακούγεται. Μπροστά μου, η φωτεινή επιγραφή, έλεγε Les 2 moulins. Αρχικά, προσπέρασα. Και μετά κατάλαβα πως μόλις είχα συναντήσει το μπιστρό που είχε γυριστεί η αγαπημένη μου ταινία. Νόμιζα πως κοιτάζοντας λίγο από τα τηλεσκόπια της Σάκρε Κερ όπως έκανε ο αγαπημένος της στην ταινία και αγοράζοντας ένα κουτάκι που παίζει μουσική του Yιan Tersιen είχα αισθανθεί ήδη αρκετή χαρά. Όμως δεν ήταν έτσι. Το καφέ της αμελί είχε το ίδιο ρολόι με αυτό που είχε και η ταινία, το φωτιστικό με το γουρουνάκι, αφίσα της Amelie( μα πως αλλιώς;), τον νάνο από τον κήπο του πατέρα της και ευτυχώς που βρήκα κάτι τουλάχιστον εκεί, αφίσες με σκηνές-λέξεις απο την ταινία. Το ωραιότερο όλων είναι ότι το βρήκα τυχαία στον δρόμο μου. Καθώς τελείωσα την φρουτώδη μπύρα μου και το hamburger κατευθύνθηκα μπρος το moulin rouge και έπειτα σε ένα δρόμο της Μονμάρτης εντελώς περίεργο, για την ακρίβεια έναν δρόμο γεμάτο sex shop, μαγαζιά με strip show και ένα σωρό άλλα. Δεν ήταν όμως και πάλι χυδαίο. Ήταν ίσως η ομορφότερη νυχτερινή βόλτα που έχω κάνει. Εκεί δεν υπάρχουν προκαταλήψεις ούτε σνομπισμοί. Όλοι οι άνθρωποι συμμετέχουν σε ένα πάρτυ ανεξαρτήτως προτιμήσεων. Για μένα το ταξίδι είχε τελειώσει. Την τελευταία μέρα, έχοντας επισκεφτεί και πολλά άλλα σημεία που δεν ανέφερα, δεν ήθελα να βγω από το ξενοδοχείο το βράδυ. Ήθελα να κοιμηθώ και την επόμενη μέρα να είμαι στην Ελλάδα χωρίς πολλές διαδικασίες. Ήξερα ότι το Παρίσι θα μου λείψει. Μικρό και άμαθο είμαι στα ταξίδια το ξέρω αλλά μου άρεσε πολύ. Οι φωτογραφίες δείχνουν πολύ λίγα από αυτά που ζεις στην πραγματικότητα εκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου