Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Το μέτρημα.


ήταν τόσο γλυκός ύπνος, δεν ήθελα να ξυπνήσω. Είχα χουχουλιάσει στο πάπλωμά μου και είχα σφίξει δυνατά το πιο χοντρό αρκούδι μου. Πριν κάνω καφέ, πριν από οτιδήποτε άλλο, ξεκίνησα να γράφω εδώ, στο blog μου. Οι γονείς μου υποδέχονταν εκείνη την ώρα έναν άνθρωπο που είχε έρθει να τους φέρει το ενοίκιο και γελούσαν, έλεγαν αστεία και περνούσε η ώρα. Άκουγα γέλια, εκείνος ήταν Αλβανός και συζητούσαν πως αντιμετωπίζουν διάφορες καταστάσεις. Έβλεπα πόσο πιο 'Ελληνας ήταν ο Αλβανός με αυτά που έλεγε. Καθόμουν μέχρι να φύγει στο κρεβάτι γιατί αν σηκωνόμουν θα έπρεπε να χαιρετήσω και δεν ήθελα σε καμία περίπτωση.
Ξύπνησα με μια ταχυκαρδία, άλλο πράγμα. Η οποία μετά έγινε και εντονότερη καθώς με πήρε ο μπαμπάς μου να μου πει οτι θα μου δώσει χρήματα για μια εκδρομή στην Ιταλία. Δε ξέρω αν χάρηκα, αν δεν χάρηκα. Δεν ήξερα που πατούσα και που βρισκόμουν. Αυτές τις μέρες κυκλοφορούσα στη σχολή σα ζόμπι. Αισθανόμουν ότι οι άλλοι με κοιτούν περίεργα, με έναν ανεξήγητο φόβο και μια απορία στο βλέμμα. Δε ντυνόμουν καθόλου εκκεντρικά για να με κοιτούν έτσι. Μπορώ να πω ότι άλλες φορές ντύνομαι χειρότερα.
Τα διαβάσματά μου είχαν προχωρήσει. Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω το νόημα της σχολής μου. Να νιώθω ικανοποίηση από αυτά που διάβαζα. Να προβληματίζομαι και να αναρωτιέμαι. Να πηγαίνω όχι για να πιω καφέ αλλά για να μάθω και τίποτα από αυτή την σχολή. Ήξερα πως σε λίγο καιρό θα έπαιρνα πτυχίο και αυτό με τρόμαζε αντί να με χαροποιεί.
Φόβος και πάλι.
Από που προερχόταν; Από τη μοναξιά; Δεν είχα συνηθίσει να είμαι μόνη μου. Ωστόσο τον τελευταίο καιρό από την μία έδιωχνα άτομα από κοντά μου, από την άλλη τραβούσα άλλα που δεν ήθελαν να είναι κοντά μου. Ακόμα και αυτό με έφερνε αντιμέτωπη με έναν φόβο. Τα όριά μου ήταν στενά. Η ψυχολογία μου καταρρακωμένη. Οι μεταπτώσεις τραγικές.
Ένιωθα πρώτη φορά τη σημασία της φιλίας. Είχα φίλες, ναι, ευτυχώς.
Τώρα θα πρεπε να σηκωθώ απο την καρέκλα, έχω κάτσει οκλαδόν. Τα πόδια μου τα νιώθω και δεν τα νιώθω. Είμαι χαρούμενη και δεν είμαι. Νιώθω καλά και δε νιώθω. Κρατιέμαι δε κρατιέμαι. Κρέμομαι. Σαν μαριονέτα σε καρναβάλι. Σε καρναβάλι ανεστραμμένο, στον αναστραμμένο κόσμο του. Εκεί που δεν υπάρχει λογική.
Αρχίζω να σηκώνομαι. Κι όταν σηκωθώ, θα είμαι τόσο δυνατή που θα κάνω πολλά πράγματα. Λίγη αισιοδοξία χρειάζομαι. Και αγάπη. Πάντα είχα αγάπη. Κι όποιος δεν έχει αγάπη είναι σαν κροκόδειλος σε μολυσμένα νερά, σαν ακροβάτης δίχως αύριο, σαν μυρμήγκι που έχει παγιδευτεί στην φωλιά που έφτιαξε το ίδιο, σαν βρύση που έχει σταματήσει να τρέχει, σαν μουσικός που έχει χάσει την φωνή του...