"Ψυχούλα μου, μάτια μου, καλώς το μωρό μου, τα δυο μου μάτια, το αγγελούδι μου".
Έτσι με υποδεχόταν κάθε μεσημέρι όταν ήμουν φοιτήτρια και κάθε βράδυ απ'τη μέρα που έπιασα δουλειά. Μόλις άκουγε την πόρτα, έσερνε τις παντόφλες της αργά αργά, κάνοντας αυτόν τον ήχο που πάντα με εκνεύριζε, και ερχόταν να δει δήθεν ποιος είναι. Μετά απαριθμούσε τα φαγητά που είχε φτιάξει, έπειτα μου έλεγε κοπλιμέντα, αν φορούσα κάτι καινούργιο με μάλωνε που χαλάω τα λεφτά μου και την ίδια μέρα με ρωτούσε αν μου φτάνουν τα λεφτά ή αν θέλω κι άλλα. Μου φτάνουν της έλεγα. Ε πως σου φτάνουν αφού όλο ψωνίζεις, έλεγε. Έπειτα, έπιανε την κουβέντα για τα κοντινά μας πρόσωπα γιατί έτσι ο ένας γιατί έτσι ο άλλος και σαν όλοι να άξιζαν μια καλύτερη μοίρα. Μετά, με παρακαλούσε να μην ξενυχτάω και ότι θα "χαλάσει η μούρη μου". Μετά ζητούσε να της δείξω με ποιον βγαίνω για να μου πει τάχα αν είναι καλό παιδί ή όχι, λες και θα άλλαζε κάτι. Θυμόταν στο μεταξύ ονόματα είτε γνωστών είτε φίλων και τα ανέφερε που και που ρίχνοντας άδεια να πιάσει γεμάτα. Τέλος, την έπιανε ένα παράπονο για τον γιο της, πως δε τον προσέξαμε και πως άδικα έφυγε απ'τη ζωή- άδικα σα να μην έκανε 6 πακέτα τσιγάρα τη μέρα ο νονός μου. Κάπου κάπου της έφευγε και κανένα δάκρυ αλλά το μάζευε γρήγορα μη τη βλέπω και στενοχωριέμαι. Σηκωνόταν ανά δέκα λεπτά είτε επειδή δε της απαντούσα και νόμιζε ότι με επιβάρυνε, είτε επειδή ήθελε να φάει κρυφά κανένα φουντούνι από αυτά που είχε κρυμμένα στο δωμάτιό της. Καμιά φορά, έβρισκε ανόητα πράγματα για να περάσουμε χρόνο μαζί. Ποτέ δε πίστευα ότι δε μπορούσε να τα κάνει μόνη της αφού εκείνη μαγείρευε και έπλενε τα πιάτα κι αν καμιά φορά έπλενα κανένα εγώ, θύμωνε και μου έλεγε θα χαλάσουν τα χέρια σου και θα θες γιατρό. Περίμενε τη μία φορά που θα της έκοβα τα νύχια πως και πως όπως περιμένουμε τη φορά που θα πάμε για περιποίηση σε ινστιτούτο. Τα τελευταία χρόνια περνούσε τα απογεύματα με τον Ερρίκο, το σκύλο μου-μας και μου έλεγε συνεχώς πόσο καλό της έκανα που τον έφερα σπίτι. (σημείωση πως πριν τον φέρω με απειλούσε ότι θα φύγω απ το σπίτι αν φέρω σκύλο). Όταν έμπαινα αθόρυβα και καθώς τα τελευταία χρόνια δεν άκουγε και καλά, τον χάϊδευε με τις παντόφλες της απ' την πολυθρόνα της, του μιλούσε και του χαμογελούσε. Αργότερα, συνειδητοποίησα ότι του έδινε κρυφά μπισκότα γι'αυτό ο Ερρίκος περιμένει έξω από το δωμάτιό της ακόμα και τώρα.
Πριν από δύο περίπου μήνες η γιαγιά μου έπεσε κάτω και έσπασε το ισχίο της. Απο εκείνη τη μέρα, σταδιακά άρχισε να χάνει την ομιλία της και την αντίληψη όχι μόνο του χώρου αλλά και των ανθρώπων γύρω της. Τα πρώτα Σαββατοκύριακα καθόμουν δίπλα της και που και που άκουγα και καμιά κουβέντα. Όταν τη μεταφέραμε σε κέντρο αποκατάστασης και ενώ μπορούσε με τον φυσικοθεραπευτή να περπατήσει, εκείνη αρνιόταν κατηγορηματικά. Μέσα σε μια εβδομάδα είχε χάσει όποια όρεξη για ζωή είχε. Σταμάτησε να με αναγνωρίζει που και που μόνο μου έριχνε κανένα χαμόγελο. Τις τελευταίες μέρες σταμάτησα κι εγώ να πηγαίνω. Έχω θυμώσει μαζί της πολύ. Είμαι τόσο θυμωμένη που της έλεγα να μη σηκώνεται όλη την ώρα γιατί θα πέσει και δε με άκουγε. Ακόμα πιο θυμωμένη που της μιλάω και κοιτάει αλλού. Μόνο όταν δε τρώει δε με εκνευρίζει γιατί ξέρω πόσο γλυκατζού ήταν.
Θα θελα, να ξαναγίνει καλά, κι αν δε περπατούσε να είχε τα λογικά της έστω να μου έλεγε όσα μου έλεγε. Να μιλούσε δυνατά στο τηλέφωνο κι ας μη με άφηνε να διαβάσω και να μου έδινε λεφτά να της παίρνω κρυφά ξηρούς καρπούς.
Θα θελα μια βδομάδα μαζί της να της δείξω πόσο την αγαπάω γιατι τον τελευταίο καιρό γυρνούσα από τη δουλειά και δεν ήθελα να μιλάω σε κανένα. Της έλεγα μόνο "μη μου μιλάς, μίλα αλλού". Μια μέρα πριν κοιμηθώ, σκέφτηκα πως θα ήταν αν την έχανα, αν μια μέρα γύριζα σπίτι και δεν ήταν εκεί. Έκλαψα σπαρακτικά. Ήταν μια βδομάδα πριν πέσει κάτω. Είχα αρχίσει να της ξαναμιλάω αλλά δε με άκουγε, γυρνούσα κλείνοντας επίτηδες την πόρτα δυνατά αλλά δεν ερχόταν από πίσω να πει τα ωραία της λογάκια. Το μυαλό της ήταν αλλού, είχε ήδη ταξιδέψει.
Η γιαγιά μου είχε μάθει στην πολυτέλεια της. Ήταν πάντα όλα της καθαρά κι όλα περιποιημένα. Το σαμπουάν και το αφρόλουτρο της πάντα συγκεκριμένης εταιρείας και η πετσέτα μοσχομύριζε. Είμαι σίγουρη πως εκεί σιχαίνεται και μόνο που την ακουμπάνε. Θέλει να φύγει αλλά δε μπορεί. Γι' αυτό τώρα κρατιέμαι να μην κλάψω. Την κάνω εικόνα στο μυαλό μου, ανήμπορη να κάνει το οτιδήποτε και θέλω να κλάψω μέχρι να μη βγαίνει τίποτα άλλο απ' τα μάτια μου. Νιώθω ότι με πρόδωσε γιατί μου είχε υποσχεθεί ότι μόνο στο δικό μου γάμο θα ρθει αλλά ή εκείνη με πρόδωσε ή εγώ έχω αργήσει.
Παλιά της μάθαινα αγγλικά και της έβαζα ασκήσεις. Της το έκανα σαν ανταπόδοση αλλα ταυτόχρονα και τιμωρία που με εξέταζε στην ιστορία και την ορθογραφία. Ήμουν όμως πονηρή και δε διάβαζα, έκανα σκονάκια ακόμα και για τη γιαγιά μου. Όταν ήρθε η ώρα να δώσω πανελλήνιες είχα διαβάσει τόσο πολύ που δε με διόρθωνε για ένα κόμμα, νευρίαζα και τη μάλωνα.
Μου έλεγε η γιαγιά φεύγει, η γιαγιά το βράδυ ζαλίζεται και δεν κοιμάται.
Δεν την πίστευα.
Τα καλοκαίρια με έστελνε να της πάρω παγωτό , κρυφά πάλι απ ' τη μαμά.
Το χειμώνα έβραζε μόνη της κάστανα.
Έλεγε πολλά χαζά ψέματα, μάταια προσπαθούσα να της το αλλάξω. Μια φορα της έλεγα είπα ψέματα και από τότε ο μπαμπάς με έμαθε να μη λέω, εσύ γιατί λες ακόμα;
Μου λείπει η μυρωδιά του φουντουνιού, η μυρωδιά του Camay που πλενόταν, οι γλυκές τις κουβέντες (ποιος θα μου λέει τέτοια λόγια όταν γυρνάω χίλια κομμάτια απ'τη δουλειά), τα μακαρόνια με κιμά που έφτιαχνε, οι μικρές της ατασθαλίες, η αγάπη της, οι φωνές της, η ζωντάνια της, το ότι ήξερε τα πάντα σαν κινητή εγκυκλοπαίδεια.
Για μένα δεν ήταν η γιαγιά μου. Ήταν η μαμά μου αφού έμενα μαζί της από την Πέμπτη δημοτικού και όλα τα σαββατοκύριακα από μικρή. Ήταν όλα μαζί. Ήταν το μοναδικό άτομο που μέτραγε η γνώμη του.
Νιώθω τύψεις που την τελευταία χρονία ήθελα να μείνω μόνη μου, λες και δεν ήμουν αρκετά ανεξάρτητη μαζί της. Σα να φεύγει γι'αυτό το λόγο, να με αφήσει ήσυχη σιγά σιγά.
Τη θέλω πίσω.
Την αγαπώ όσο κανέναν.