Με αυθεντικό τίτλο και γεμάτη ενθουσιασμό λες και πράγματι αυτό που πάω να γράψω είναι η δουλειά μου που κάνω μετά χαράς, βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να έχω δει επιτέλους τα Μεσάνυχτα στο Παρίσι.
Ας ξεκινήσω από το γεγονός ότι είναι ήδη επιτυχία αυτό που συμβαίνει. Τι εννοώ; Ότι μέχρι και η νοικοκυρά της διπλανής πόρτας ή της δικής μου (μαμά), γνωρίζει ότι Ο Woody Allen έβγαλε ταινία. Για μένα αυτό είναι επιτυχία. Είναι επιτυχία επίσης το να σπεύδουν όλοι να τη δουν και καλά εγώ και η ξαδέρφη μου που μας αρέσει, αλλά να τρέχει η καθεμία να δει Woody Allen, αυτό πραγματικά με εξέπληξε. Μάλλον βέβαια έχουμε και ανάγκη να δούμε κάτι το οποίο βγαίνοντας από την αίθουσα δε θα μας κάνει να λυπηθούμε τον χαμένο μας χρόνο.
Την ταινία την περίμενα από τον Μάϊο και την φανταζόμουν τους τελευταίους τρεις μήνες τουλάχιστον. Ακόμα κι όταν είχα την δυνατότητα να την κατεβάσω, την κατέβασα αλλά αρνήθηκα να την δω στη μικρή μου οθόνη. Κάπου διάβασα ότι ήρθε να ανταγωνιστεί τον Ζενέ και να ξεπεράσει την γοητεία που σου αφήνει το Παρίσι της Amelie. Όσο κι αν αγαπώ τον Woody Allen, όσο ατμοσφαιρική κι αν ήταν η ταινία του όση προσπάθεια κι αν έκανε να την ντύσει μουσικά, όσες φορές κι αν είδα στον πύργο του Άϊφελ να τρεμοπαίζουν τα φωτάκια, ποτέ δε θα έμενα με την ίδια γεύση από το Παρίσι με την οποία έμεινα στην προβολή της Amelie. Από το 1965 λοιπόν και με το What's New Pussycat με το θρυλικό ομότιτλο soundtrack του Tom Jones, ο W. επιθυμούσε να γυρίσει μια ταινία αποκλειστικά στο Παρίσι. Ίσως το γεγονός αυτό ήταν που τον οδήγησε σε αυτή την επιτυχία. Ο ίδιος σε πολλές συνεντεύξεις του αναφέρει ότι μπορεί να μην γνωρίζει σκηνοθετικά πως θα κινηθεί και να μην είναι προετοιμασμένος όπως άλλοι σκηνοθέτες, όμως ξέρει πολύ καλά το ύφος που θα ακολουθήσει και την σφραγίδα που θέλει να δώσει. Εκτός από την άποψη του ότι το Παρίσι είναι μία εκ των δύο ομορφότερων πόλεων του κόσμου, η ταινία αποτελεί και φόρο τιμής στην Τέχνη και τους ανθρώπους που έζησαν την εποχή του μεσοπολέμου, την δεκαετία του '20, την επονομαζόμενη Χρυσή Εποχή και στην ίδια την Πόλη του Παρισιού που εμπνέει. Ιδιαίτερα ατμοσφαιρική και γεμάτη νοσταλγία για το παρελθόν. Το μαγαζάκι νοσταλγίας μας φέρνει ήδη στο μυαλό αντίκες και μικρά αντικείμενα που όλοι λίγο πολύ κρύβουμε στο δωμάτιο μας ενώ η μεταφορά από την μία εποχή στην άλλη κάθε φορά που το ρολόι έδειχνε μεσάνυχτα, δημιουργούν αμέσως το ιδανικό χαλί πάνω στο οποίο ο σκηνοθέτης είναι έτοιμος να απλώσει τις ιδέες του και ο θεατής να απολαύσει ευχάριστα την ταινία του. Ήταν όμως αυτό το οποίο ήθελε πάντα ο W. ; Προφανώς και όχι. Ποτέ του δε μάντευε τι θα μπορούσε να αρέσει στο κοινό έτσι ώστε να γίνει σκλάβος του. Γι'αυτό και τώρα μάλλον ερμηνεύω αυτή του την ταινία ως ανάγκη του κόσμου που θα την παρακολουθούσε να μεταφερθεί στο φανταστικό αφού η σημερινή πραγματικότητα αγγίζει την απογοήτευση και την έλλειψη εκτίμησης κάθε μορφής τέχνης με την ταμπέλα του "ψευτοκουλτουριάρικου" σε ό, τι δε γνωρίζουμε επαρκώς ώστε να μπορέσουμε να το κρίνουμε κιόλας. Δε γίνεται όμως σκλάβος αυτής της προτροπής. Χωρίς ιδιαίτερο story, αφήνει όπως κάνει σχεδόν πάντα ο W. Allen, τους ηθοποιούς να μαγειρέψουν μόνοι τους. Η Μαριόν Κοτιγιάρ καταφέρνει να αγγίξει την τελειότητα μέσα από τον ρόλο που της δίνεται ενώ βέβαια μας μπερδεύει το αν ο ρόλος της βρίσκεται στο La vie en rose ή στο Midnight in Paris. Της ταιριάζει να βρίσκεται στο Παρίσι, της ταιριάζει να μιλάει γαλλικά και ίσως είναι από τις λίγες φορές που έχουμε από τον W. λίγα μονοπλάνα στις σκηνές που παίζει η ίδια. Η απογοήτευση ήρθε λίγο με τον ρόλο και μάλιστα πρωταγωνιστικό του Όουεν Γουίλσον. Αν προσπάθησε να βρει κάποιον που θα τον αντικαταστήσει στις ταινίες του, έκανε λάθος. Πρώτον είναι αναντικατάστατος και δεύτερον οι φωνές τους μοιάζουν σε βαθμό που σε εξοργίζει που δεν έχουν τουλάχιστον παρόμοιο ταλέντο στην ερμηνεία. Όποιος έχει δει το υπέροχο La rafle ή το Priceless, θα αναγνώρισε σίγουρα τον ρόλο του ντετέκτιβ που δόθηκε στον Gad Elmaleh. Η απορία βρίσκεται εκεί που φαντάζεστε - γιατί δεν επελέγη ως πρωταγωνιστής; Όσο για την Rachel Mc Adams παραμένει για μένα η γλυκιά εκδοχή της Σκάρλετ Γιόχανσον σε κακέκτυπο και η κοπέλα που γνώρισα, εγώ τουλάχιστον, μέσα από το The notebook. Την φαντάζομαι στα νέα Φιλαράκια κάθε Σάββατο, να κάνει τρομερό σουξέ. Ας ελπίσουμε ότι ο W. δε θα μείνει πιστός όπως μένει συνήθως με τις ηθοποιούς του (βλ. Diane Keaton).
Το ταξίδι στην ιστορία της τέχνης και σε προσωπικότητες τόσο σημαντικές που έδειχναν να μοιάζουν στις πραγματικές ετών πριν καθώς και η ατμοσφαιρική βόλτα στο Παρίσι, με ταξίδεψαν όμορφα. Μας προειδοποίησε άλλωστε και το πόστερ της ταινίας, πίνακας επιφανούς καλλιτέχνη. Ως κουτσομπόλα στις ταινίες, θα ήθελα να ξέρω τι έκανε η Ρέιτσελ όταν έβγαινε με τον άλλο αλλά μάλλον δε χωρούσε να το μάθουμε στα 94 λεπτά. Κακά τα ψέματα, ήταν διαφορετικός W. Allen, κινήθηκε στο φανταστικό και υπηρέτησε διακειμενικά στοιχεία (οκέι, το δεύτερο είναι πολύ Γούντι Άλεν άρα κρέντιτς μόνο στο πρώτο). Εμένα όμως αυτό μου άρεσε όπως μου άρεσε και το μήνυμα που πέρασε αυτή τη φορά, απλό και κατανοητό όπως κάθε φορά στις ταινίες του. Μερικοί άνθρωποι ψάχνοντας στο παρελθόν χάνουν το τώρα. Γυρίζουν σε άλλες εποχές και δε βλέπουν αυτό που έχουν μπροστά τους. Μερικές φορές η αλήθεια είναι μπροστά μας αρκεί να ξυπνήσουμε και να την αρπάξουμε. Ονειροπολώντας και φτάνοντας σε άλλες εποχές, χάνουμε την αξία που έχει η δική μας. Τα πρόσωπα που θα συναντήσουμε τα εξυψώνουμε εμείς και τα ανάγουμε σε σημαντικά, αρκεί εξάλλου και ένα απλό κοινό: τα τραγούδια μιας εποχής όπως αυτά που άκουγε η καστανόξανθη κοπέλα που στο τέλος συνάντησε ο πρωταγωνιστής. Αν ο υστερικός χαρακτήρας της Ρέιτσελ επίσης ήταν παράδειγμα προς αποφυγή τέτοιων περιστατικών, τότε νομίζω πως όλοι το κατάλαβαν. Δεν μένουμε ποτέ με άτομα που δεν έχουν ψάξει βαθιά μας να βρουν την αλήθεια.Που δε μας έχουν καταλάβει και δεν έχουν νιώσει τις επιθυμίες μας ακόμα κι αν αγγίζουν "μαγαζάκια νοσταλγικών αντικειμένων"...