Ξεκινώντας το επόμενο.
"Ίμερος και κλινοπάλη" , του Κωστή Παπαγιώργη.
Ο ερωτευμένος άνθρωπος, μπορεί, να βιώνει την ύπαρξή του ως πολύ μεγάλη και περιστασιακά ολόκληρη. Ο έρωτας δίνει άλλη μορφή στο χρόνο, μετράει με το δικό του ρολόι κι αυτό είναι ένα ρολόι πολύ πιο γενναιόδωρο. Καταργείται ο βασανιστικός φόβος της φθαρτότητάς του, και η αποδοχή του άλλου, τον εφοδιάζει μ’ ένα περίσσευμα που είναι διατεθειμένος να το μοιραστεί με τον υπόλοιπο κόσμο. Όσο εγωιστής κι αν είναι κανείς, ευρισκόμενος στην κατάσταση του έρωτα, δεν μπορεί παρά να μυριστεί τη θεϊκή διάκριση που έχει γίνει υπέρ του. Αυτό τον κατακλύζει με (ή έστω του προσδίδει) το αίσθημα της ευγνωμοσύνης. Το κορμί, που μέσα στον έρωτα βρίσκει άλλο τρόπο χρήσης, μεγαλώνει και αλλάζει, αναγκαστικά, θερμοκρασία. Το δέρμα που απολάμβανε τα χάδια του εραστή την προηγούμενη νύχτα, δεν μπορεί παρά να είναι πιο ακτινοβόλο. Το κορμί που αγαπιέται δεν αρρωσταίνει.
Η λαγνεία είναι φωτεινή, όχι σκοτεινή. Ακριβώς επειδή είναι πνευματική περιπέτεια. Η λαγνεία επινοεί. Δίνει αξία στο σώμα, που σ’ όλη μας τη ζωή το κουβαλάμε χωρίς συνείδηση. Εξυψώνει το ατελές και το ανεπαρκές, σε τελειο κι ολοκληρωμένο. Η λαγνεία, (για όσους διαθέτουν δύναμη και πίστη) είναι μια θρησκευτική τελετουργία που αποθεώνει τη μοναχική μας ύπαρξη και μας κάνει κοινωνούς του μεγάλου ωκεανού που είναι η συλλογική ύπαρξη. Είναι μια σημαντική- η πιο σημαντική συνάντηση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Όσο κι αν δεν το ξέρουμε, όσο κι αν μπερδευόμαστε από τις όποιες τυχαίες συνθήκες του χωρο- χρόνου.Η λαγνεία, ο ερωτας ή η κλινοπάλη, προσφέρουν απαντήσεις, καταδικασμένες, όμως, αμέσως μετά να ξεχαστούν. Όπως όταν βλέπεις στ’ όνειρό σου το νόημα της ζωής κι όταν ξυπνήσεις αισθάνεσαι την απόγνωση εκείνου που άγγιξε την αλήθεια κι αμέσως μετά την έχασε. Η λαγνεία είναι η κοινή μας πατρίδα, ο μοναδικός τόπος που μπορεί κανείς να είναι ο εαυτός του και να παραδίνεται στη φύση του. Γι’αυτό, όταν απομακρυνόμαστε από το πλευρό του εραστή κάνει τόσο κρύο. Γι’ αυτό φαίνονται όλα τόσο μαύρα και ζοφερά. Τον πόνο τον γεννάει η γνώση ότι υπάρχει μια πατρίδα στην οποία δεν μπορούμε να κατοικήσουμε μόνιμα, μια αλήθεια, που μόλις την αντικρίσουμε, πρέπει αμέσως να την ξεχάσουμε.
Έκλεψα, κυριολεκτικά επίσης αυτό- την άλλη ,την κακή πλευρά του έρωτα:
Η αναπόφευκτη αποτυχία απόλυτου συντονισμού με τον άλλον, ακριβώς επειδή είναι διαφορετικός από εμάς, γεννά την αγωνία, την αβεβαιότητα, την αδημονία. Το βάθος και η υπερβολή του δικού μας συναισθήματος, σε συνδυασμό με την συνειδητοποίηση ότι ο άλλος είναι ελεύθερος να μείνει ή να φύγει όποτε θέλει, ξυπνούν το θυμό, τη ζήλια, μας κάνουν αβέβαιους και ασταθείς, με διαρκείς μεταπτώσεις στο συναίσθημα και τη συμπεριφορά. Ακόμα και όταν ο άλλος είναι ολοκληρωτικά παρών και δηλώνει εξίσου ερωτευμένος, η αίσθηση του ανικανοποίητου, της στέρησης, της έλλειψης, δε λένε να μας εγκαταλείψουν. Η κατάσταση που βιώνουμε είναι η αποθέωση της αμφιθυμίας. Μας ελκύει και μας απωθεί την ίδια στιγμή. Μας γεμίζει ενέργεια και συγχρόνως μας εξαντλεί. Μας απομακρύνει και μετά μας φέρνει πάλι κοντά και μάλιστα με ενισχυμένη την επιθυμία. Πρόκειται για βίωμα πρώτου μεγέθους που ψυχολογικά καταλαμβάνει όλο το χώρο, κυριεύοντας ολοκληρωτικά τον άνθρωπο. Με αυτή την έννοια, ο έρωτας εντάσσεται στη σφαίρα της «ψυχοπαθολογίας», της ψυχής που πάσχει. Οι ερωτευμένοι τον μισό καιρό χαίρονται και τον υπόλοιπο υποφέρουν. Υποφέρουν για τον άλλον, αλλά κυρίως για τον εαυτό τους προσπαθώντας να βγάλουν νόημα από αυτό που τους συμβαίνει. Είναι τραγικά πρόσωπα όσο και αν ακούγεται υπερβολικό. Όσοι έχουν ερωτευτεί έστω μία φορά στη ζωή τους το γνωρίζουν αυτό.
Καλό βράδυ Παρασκευής και για όσους δραπετεύσουν απ την Αθήνα καλές διακοπές.