Υπήρχε ένας άνθρωπος που καθώς άνοιγα την πόρτα και έμπαινα στο σπίτι απορροφούσε με μία μοναδική δύναμη όλα μου τα προβλήματα και όλες μου τις πικρίες. Ήταν ένας άνθρωπος που όταν ήμουν στενοχωρημένη,έλεγα από μέσα μου, πριν κοιμηθώ, το ξέρω ότι είσαι κοντά στα 90 αλλά λίγο ακόμη υπομονή, μη πεθάνεις ακόμα. Μην σε χάσω τώρα που χώρισα, μην σε χάσω τώρα που τσακώθηκα και δε μιλάω πια με τις παλιές μου φίλες, μη σε χάσω τώρα που έπιασα δουλειά και φοβάμαι πως θα τα πάω και χρειάζομαι ένα στήριγμα. Μη γίνει τώρα έλεγα.Έλεγα πως αν σε χάσω, θα είμαι στα χαμένα. Και κάθε φορά προσπαθούσα να μη σ'αγαπάω τόσο πολύ και να σου φωνάζω ή να σου λέω "μη με ρωτάς τι θα φάω ξανά, μεγάλωσα" - "μη με παίρνεις τα βράδια που βγαίνω γιατί με τρομάζεις και μου τελειώνεις και τη μπαταρία". Κάθε φορά που το έκανα όμως αυτό, έκλεινα τα μάτια μου και από μέσα μου έλεγα τι θα κάνω αν τη χάσω, ας μην έμενα μαζί της κι ας μην την αγαπούσα τόσο πολύ.
Και ήρθε μια μέρα, μέρες και μήνες τώρα που έφυγες απ τη ζωή και που κάθε μέρα σε έβλεπα να φεύγεις λίγο λίγο κουρασμένη από αυτή τη ζωή που δε σκέφτηκα ίσως ποτέ να σου κάνω καλύτερη κι ας λες σε ένα σου γράμμα ότι είμαι ο λόγος για να ζεις και σου δίνω χρόνια. Έφυγες εσύ και άλλαξε η ζωή μου. Δεν υπάρχει πια κανείς να με καταλαβαίνει. Κανείς να με βλέπει να κλαίω και να με ρωτά επίμονα τι έχω. Τα πράγματα άλλαξαν γιαγιά. Το δωμάτιο σου γέμισε με παλιοπράγματα. Η μαμά έρχεται και κοιμάται ακόμα στο κρεβάτι δίπλα απ το δικό σου αλλά το πρωί δε με ρωτάει τι φαγητό να μου βάλει για τη δουλειά ούτε μου λέει αν είμαι καλά κι αν κοιμήθηκα καλά. Το πρωί συνήθως δε λέμε καν καλημέρα και αν τη ρωτήσεις για φαγητό θα σου πει δεν το ξερα πως θες να φας. Το βράδυ κοιμάται πάντα ό,τι ώρα κι αν γυρίσω σπίτι και όσες μέρες κι αν λείψω κανείς δε ξέρει αν ζω ή αν πέθανα. Παράλληλα με αυτό δεν είναι πια το σπίτι μας αλλά ένα σπίτι ξένων. Με νέες προσθήκες που κανείς δε με ρώτησε αν μπορώ να αντέξω. Ξέρεις πάντα πόσο λογική ήμουν και πως στο τέλος ό,τι απόφαση έπαιρνα ήταν αποτέλεσμα ώριμης σκέψης. Και κάπου εκεί, άρχισα να πληρώνω τις αποφάσεις άλλων. Να είμαι κρυμμένη μέσα στο ίδιο μου το σπίτι και το μόνο που ακούω να είναι φωνές, φασαρίες, ένα μωρό που βέβαια το αγαπάω γιατί είναι της αδερφής μου αλλά κανείς δε με ρώτησε αν εγώ είμαι ακόμα μωρό και αν αντέχω να βλέπω ένα μωρό να μεγαλώνει μόνο με τη μαμά του. Κανείς δε με αγαπάει όσο εσύ κι αν πίστευες ότι θα είμαι κάποια στιγμή με κάποιον που θα με αγαπάει και θα με προσέχει, σε έχω απογοητεύσει και σε αυτό. Απογοητεύτηκα καιρό τώρα με τον άνθρωπο αυτό και με τους ανθρώπους. Κατάλαβα πως η αληθινή αγάπη για έναν άνθρωπο είναι σπάνιο να τη βρεις κι αν τη βρεις σπάνια δε θα την αφήσεις να φύγει.
Άρχισα να εκτιμώ τα μικρά πράγματα που με κάνουν χαρούμενη.
Θέλω να φύγω. Να φύγω μακριά από την τοξικότητα που μου δίνουν καθημερινά. Κι αν δε φύγω, τουλάχιστον ξέρω πως με όποιον κι αν μένω, κανέναν αν τον χάσω δε θα στενοχωρηθώ που τον έχασα. Θέλω την ελευθερία μου ή αν μπορούσα θέλω την ελευθερία που είχα μαζί σου.
Όλα τα λεφτά του κόσμου για σένα δεν είχαν καμία αξία γιατί όσα κι αν είχες, είχες να δώσεις κάτι πιο βαθύ - την αγάπη και τη μεγαλοψυχία σου γι αυτό και καθώς έφυγες δεν αδίκησες κανέναν, μοίρασες σε όλους. Ακόμα και σε αυτούς που τους έκανες ένεση εγωισμού, έδωσες κι εκεί.
Όταν βαφτίστηκε το μωρό, είδα την ξαδέρφη σου αυτή που μένει στην Αγία Παρασκευή και σου μοιάζει. Απο μακριά ήταν σα να έβλεπα εσένα. Έτρεξα την αγκάλιασα και τη φίλησα και της είπα μοιάζεις στη γιαγιά μου που μου λείπει πολύ. Και μου έλεγε μην κλαις κοπέλα μου, μην κλαις. Κι όσο μου το έλεγε τόσο μου θύμιζε εσένα και τόσο πιο πολύ έβαζα τα κλάματα.
Εύχομαι την αγάπη που έχω για σένα να μπορέσω να τη μεταφέρω αλλού. Τόσο πολύ σ'αγαπώ που δε μπορώ να την έχω άλλο μέσα μου.
Πολυαγαπημένη μου γιαγιά μου λείπεις σα να έχασα δύο μαμάδες και όχι μία.
όνειρα γλυκά.
Και ήρθε μια μέρα, μέρες και μήνες τώρα που έφυγες απ τη ζωή και που κάθε μέρα σε έβλεπα να φεύγεις λίγο λίγο κουρασμένη από αυτή τη ζωή που δε σκέφτηκα ίσως ποτέ να σου κάνω καλύτερη κι ας λες σε ένα σου γράμμα ότι είμαι ο λόγος για να ζεις και σου δίνω χρόνια. Έφυγες εσύ και άλλαξε η ζωή μου. Δεν υπάρχει πια κανείς να με καταλαβαίνει. Κανείς να με βλέπει να κλαίω και να με ρωτά επίμονα τι έχω. Τα πράγματα άλλαξαν γιαγιά. Το δωμάτιο σου γέμισε με παλιοπράγματα. Η μαμά έρχεται και κοιμάται ακόμα στο κρεβάτι δίπλα απ το δικό σου αλλά το πρωί δε με ρωτάει τι φαγητό να μου βάλει για τη δουλειά ούτε μου λέει αν είμαι καλά κι αν κοιμήθηκα καλά. Το πρωί συνήθως δε λέμε καν καλημέρα και αν τη ρωτήσεις για φαγητό θα σου πει δεν το ξερα πως θες να φας. Το βράδυ κοιμάται πάντα ό,τι ώρα κι αν γυρίσω σπίτι και όσες μέρες κι αν λείψω κανείς δε ξέρει αν ζω ή αν πέθανα. Παράλληλα με αυτό δεν είναι πια το σπίτι μας αλλά ένα σπίτι ξένων. Με νέες προσθήκες που κανείς δε με ρώτησε αν μπορώ να αντέξω. Ξέρεις πάντα πόσο λογική ήμουν και πως στο τέλος ό,τι απόφαση έπαιρνα ήταν αποτέλεσμα ώριμης σκέψης. Και κάπου εκεί, άρχισα να πληρώνω τις αποφάσεις άλλων. Να είμαι κρυμμένη μέσα στο ίδιο μου το σπίτι και το μόνο που ακούω να είναι φωνές, φασαρίες, ένα μωρό που βέβαια το αγαπάω γιατί είναι της αδερφής μου αλλά κανείς δε με ρώτησε αν εγώ είμαι ακόμα μωρό και αν αντέχω να βλέπω ένα μωρό να μεγαλώνει μόνο με τη μαμά του. Κανείς δε με αγαπάει όσο εσύ κι αν πίστευες ότι θα είμαι κάποια στιγμή με κάποιον που θα με αγαπάει και θα με προσέχει, σε έχω απογοητεύσει και σε αυτό. Απογοητεύτηκα καιρό τώρα με τον άνθρωπο αυτό και με τους ανθρώπους. Κατάλαβα πως η αληθινή αγάπη για έναν άνθρωπο είναι σπάνιο να τη βρεις κι αν τη βρεις σπάνια δε θα την αφήσεις να φύγει.
Άρχισα να εκτιμώ τα μικρά πράγματα που με κάνουν χαρούμενη.
Θέλω να φύγω. Να φύγω μακριά από την τοξικότητα που μου δίνουν καθημερινά. Κι αν δε φύγω, τουλάχιστον ξέρω πως με όποιον κι αν μένω, κανέναν αν τον χάσω δε θα στενοχωρηθώ που τον έχασα. Θέλω την ελευθερία μου ή αν μπορούσα θέλω την ελευθερία που είχα μαζί σου.
Όλα τα λεφτά του κόσμου για σένα δεν είχαν καμία αξία γιατί όσα κι αν είχες, είχες να δώσεις κάτι πιο βαθύ - την αγάπη και τη μεγαλοψυχία σου γι αυτό και καθώς έφυγες δεν αδίκησες κανέναν, μοίρασες σε όλους. Ακόμα και σε αυτούς που τους έκανες ένεση εγωισμού, έδωσες κι εκεί.
Όταν βαφτίστηκε το μωρό, είδα την ξαδέρφη σου αυτή που μένει στην Αγία Παρασκευή και σου μοιάζει. Απο μακριά ήταν σα να έβλεπα εσένα. Έτρεξα την αγκάλιασα και τη φίλησα και της είπα μοιάζεις στη γιαγιά μου που μου λείπει πολύ. Και μου έλεγε μην κλαις κοπέλα μου, μην κλαις. Κι όσο μου το έλεγε τόσο μου θύμιζε εσένα και τόσο πιο πολύ έβαζα τα κλάματα.
Εύχομαι την αγάπη που έχω για σένα να μπορέσω να τη μεταφέρω αλλού. Τόσο πολύ σ'αγαπώ που δε μπορώ να την έχω άλλο μέσα μου.
Πολυαγαπημένη μου γιαγιά μου λείπεις σα να έχασα δύο μαμάδες και όχι μία.
όνειρα γλυκά.